Η εξέχουσα θέση της Μιδέας μεταξύ των Μυκηναϊκών κέντρων της Αργολίδας έχει με έμφαση τονισθεί από τους ερευνητές του Μυκηναϊκού πολιτισμού. Η Μιδέα θεωρείται ως η τρίτη σε σημασία οχυρωμένη Μυκηναϊκή Ακρόπολη της Αργολίδας, μετά τις Μυκήνες και την Τίρυνθα. Η κυκλώπεια οχύρωσης της, τα ευρήματα των πρόσφατων ανασκαφών, η θέση της στη μυθολογία και η σύνδεσή της με το πλούσιο Μυκηναϊκό νεκροταφείο στα γειτονικά Δενδρά, την κατατάσσουν στα μεγάλα Μυκηναϊκά κέντρα της Ηπειρωτικής Ελλάδας.
Η Ακρόπολη έχει κτισθεί στην κορυφή ενός κωνικού λόφου, που βρίσκεται σε υψόμετρο 270μ. από την επιφάνεια της θάλασσας και 170μ. από τη γύρω περιοχή. Βρίσκεται στο μέσον περίπου της απόστασης μεταξύ Μυκηνών και Τίρυνθος και δεσπόζει στις ανατολικές παρυφές της Αργολικής πεδιάδας. Η στρατηγική της θέση με την απεριόριστη θέα παρείχε τη δυνατότητα ελέγχου ολόκληρης της πεδιάδας και του Αργολικού κόλπου. Σ’ αυτό οφείλεται κυρίως η εξέλιξη και η ακμή της Μιδέας κατά τη Μυκηναϊκή εποχή.
Το κυκλώπειο τείχος περικλείει έκταση 24.000 τ.μ. περίπου και προστατεύει την άνω Ακρόπολη και τα κατώτερα βορειοανατολικά και βορειοδυτικά άνδηρα του λόφου. Η νοτιοανατολική πλευρά του είναι απόκρημνη και για το λόγο αυτό έμεινε ατείχιστη. Οι πύλες της Ακρόπολης βρίσκονται η μία απέναντι από την άλλη, στην ανατολική και στη δυτική πλευρά της οχύρωσης.
Εκτός από τις πύλες, με την κυκλώπεια οχύρωση συνδέεται ένα ακόμη μεγάλο τεχνικό έργο, που χρησίμευε για την ύδρευση της Ακρόπολης της Μιδέας και είναι παρόμοιο με ανάλογες κατασκευές στις Μυκήνες και στην Τίρυνθα. Πρόκειται για σήραγγα ανοιγμένη κατά το εκφορικό σύστημα στο πάχος του δυτικού σκέλους του τείχους, που οδηγούσε σε υπόγεια πηγή νερού.
Κατά τη διάρκεια των πρόσφατων ανασκαφών ερευνήθηκαν χώροι κοντά στην Ανατολική Πύλη και στα κατώτερα βορειοανατολικά άνδηρα της Ακρόπολης. Καθαρίστηκε από τις επιχώσεις η είσοδος της Ανατολικής Πύλης, που έχει τη μορφή ενός απλού ανοίγματος στο τείχος. Στην πύλη αυτή οδηγούσε, όπως και στην Τίρυνθα, κυκλώπεια αναβάθρα (ράμπα) κτισμένη με ογκολίθους. Μία δεύτερη εσωτερική πύλη σχηματίζεται μεταξύ ενός κυκλώπειου τοίχου και της εσωτερικής παρειάς της οχύρωσης. Αμέσως μετά την εσωτερική πύλη ερευνήθηκαν αρκετά δωμάτια, σε επαφή με το τείχος. Όπως έδειξαν τα ευρήματα τα δωμάτια αυτά ήταν εργαστήρια και αποθήκες.
Στα κατώτερα βορειοανατολικά άνδηρα αποκαλύφθηκε ένα μεγάλο ορθογώνιο οικοδόμημα με ιδιαίτερη σημασία, σε μορφή “μεγάρου”. Είχε καταστραφεί μαζί με τα δωμάτια κοντά στην Ανατολική Πύλη από σεισμό και πυρκαγιά στα τέλη του 13ου αιώνα π.Χ., όπως συνέβη και στη γειτονική Τίρυνθα. Ο σεισμός αυτός προξένησε εκτεταμένες καταστροφές στην οχύρωση και σε όλα τα οικοδομήματα της Ακρόπολης. Κατάλοιπα σκελετών, που βρέθηκαν καταπλακωμένα από ογκολίθους σε διάφορα σημεία του χώρου, ανήκουν σε θύματα του σεισμού αυτού. Το “μέγαρο” επισκευάστηκε μετά την καταστροφή και επαναχρησιμοποιήθηκε κατά το 12ο αιώνα π.Χ..
Η Δυτική Πύλη της Ακρόπολης αποκαλύφθηκε ολόκληρη κατά τις πρόσφατες ανασκαφές. Σχηματίζεται μεταξύ της απόληξης του νοτιοδυτικού σκέλους του τείχους και ενός συμπαγούς αναλημματικού τοίχου, που κάλυπτε τον απόκρημνο βράχο. Μέσα στο πάχος του τείχους που απολήγει στην πύλη σχηματίζεται εσωτερικό δωμάτιο, το οποίο χρησίμευε ως φυλάκιο και αποθηκευτικός χώρος, όπως δείχνουν οι πίθοι και άλλα μεγάλα χονδρότεχνα αγγεία που βρέθηκαν.
Ένας επιβλητικός συμπαγής προμαχώνας προστάτευε την πύλη και το φυλάκιο. Οι τοίχοι του στομίου της πύλης έφεραν διάκοσμο με ζωγραφιστό κονίαμα, όπως δείχνουν τα πολυάριθμα θραύσματα τοιχογραφιών που συγκεντρώθηκαν από το στρώμα καταστροφής.
Στην περιοχή της Ακρόπολης εσωτερικά της Δυτικής Πύλης, οι ανασκαφές έφεραν στο φως συγκρότημα 15 δωματίων κτισμένο σε επάλληλα άνδηρα, παράλληλα προς το τείχος. Αποτελείται από δύο πτέρυγες εκατέρωθεν ενός κεντρικού διαδρόμου, από όπου διερχόταν κτιστός αγωγός.
Τα καλύτερα διατηρημένα δωμάτια, που φαίνεται ότι ήταν υπόγεια, βρίσκονται στην πτέρυγα που κτίστηκε σε επαφή με το τείχος. Οι τοίχοι τους σώζονται σε αρκετό ύψος και ήταν καλυμμένοι με ζωγραφιστά κονιάματα, όπως δείχνουν τα θραύσματα τοιχογραφιών που βρέθηκαν.
Στα δωμάτια του συγκροτήματος βρέθηκε σε μεγάλες ποσότητες χονδρότεχνη και λεπτότεχνη κεραμική, που χρονολογείται στην Υστεροελλαδική IIIB2 περίοδο, δηλαδή στο δεύτερο μισό του 13ου αιώνα π.Χ. Βρέθηκαν επίσης αγγεία του εικονιστικού ρυθμού, παρόμοια με αυτά των άλλων μεγάλων αργολικών κέντρων (Μυκήνες, Τίρυνς, Μπερμπάτι). Υπήρχαν ακόμη λίθινα και μολύβδινα σκεύη και πολλά χάλκινα, λίθινα και οστέινα εργαλεία, καθώς και ακατέργαστα κομμάτια από ημιπολύτιμους λίθους και μήτρα από στεατίτη για την κατασκευή κοσμημάτων.
Άλλα ενδιαφέροντα ευρήματα είναι κοσμήματα, όπως χάντρες διαφόρων ειδών, σφραγιδόλιθοι, θραύσμα από Μινωικό ρυτό σε σχήμα τρίτωνος από αμέθυστο, θραύσματα τοιχογραφιών, κεραμίδια στέγης και πολυάριθμα πήλινα ειδώλια. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ένα μεγάλο τροχήλατο ειδώλιο θεότητας, του τύπου των ολιγάριθμων ξεχωριστών ειδωλίων, τα οποία έχουν βρεθεί στα ιερά των Μυκηνών, της Τίρυνθος και της Φυλακωπής στη Μήλο. Εξαιρετικής σημασίας είναι ένα πήλινο σφράγισμα και ένας αποθηκευτικός ψευδόστομος αμφορέας με επιγραφές της Γραμμικής Β γραφής. Τα ευρήματα πάντως αποδεικνύουν ότι τα περισσότερα δωμάτια του συγκροτήματος ήταν εργαστήρια και αποθήκες.
Σε άνδηρο της νοτιοδυτικής κλιτύος της ακρόπολης αποκαλύφθηκαν και τμήματα τριών άλλων κτηρίων, κτισμένων εκατέρωθεν ενός δρόμου, τα οποία είχαν επίσης καταστραφεί από τον σεισμό και την ισχυρή πυρκαγιά του τέλους του 13ου αι. π.Χ. Στο χώρο αυτό βρέθηκε τμήμα αποχετευτικού συστήματος με κτιστούς αγωγούς και υπόγεια δεξαμενή.
Τα ευρήματα από τα κτήρια ήταν άφθονη κεραμική, που τα χρονολογεί στο δεύτερο μισό του 13ου αι. π.Χ., πήλινα ειδώλια, από τα οποία ξεχωρίζουν μερικά που ανήκουν σε μεγάλα τροχήλατα ειδώλια γυναικείων θεοτήτων, λίθινα και μετάλλινα σκεύη, κοσμήματα, σφραγιδόλιθοι, εργαλεία και άλλα αντικείμενα που μαρτυρούν τη λειτουργία εξειδικευμένων εργαστηρίων, όπως θραύσματα ημιπολύτιμων λίθων και άλλων πρώτων υλών.
Πολύ σημαντικό εύρημα είναι ένα πήλινο πρισματικό σφράγισμα με παράσταση λιονταριού που επιτίθεται σε ταύρο και με επιγραφές της Γραμμικής Β γραφής, στις οποίες περιλαμβάνεται και η λέξη “μέγαρον”.
Σε άνδηρο της Άνω Ακρόπολης αποκαλύφθηκαν σημαντικά οικοδομικά κατάλοιπα και τάφοι της Πρωτοελλαδικής και της Μεσοελλαδικής εποχής (3200-1600 π.Χ.) με άφθονη κεραμική, που περιλαμβάνει αρκετά Νεολιθικά όστρακα. Τα ευρήματα αυτά δείχνουν ότι οι Προμυκηναϊκοί οικισμοί της Μιδέας αναπτύχθηκαν στην κορυφή του λόφου.
Τα αποτελέσματα των πρόσφατων ανασκαφών, ιδίως η ανεύρεση αγγείων και σφραγισμάτων με επιγραφές της Γραμμικής Β γραφής, μαρτυρούν ότι η Μιδέα αποτελούσε, παράλληλα με τις Μυκήνες και την Τίρυνθα, ένα διοικητικό και οικονομικό κέντρο.
Άλλα στοιχεία που συνδέουν τη Μιδέα με τις δύο αυτές ακροπόλεις είναι το είδος και η ποιότητα των ευρημάτων, τα οποία φανερώνουν σημαντική καλλιτεχνική και βιοτεχνική παραγωγή, οι εμφανείς σχέσεις με άλλα κέντρα της Αργολίδας, του Αιγαίου γενικότερα και της Ανατολής, καθώς και η ύπαρξη χώρων λατρείας, όπως υποδηλώνουν τα μεγάλα τροχήλατα γυναικεία ειδώλια και άλλα θρησκευτικά σύμβολα.
Δρ. Κ. Δημακοπούλου, Ν. Διβάρη-Βαλάκου
Δ΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων
Γεωγραφικές Συντεταγμένες
Επαρ. Οδ. Άργους – Αραχναίου, Μιδέα 210 55
Για περισσότερες πληροφορίες: ΕΦ.Α. Αργολίδας, Πλατεία Συντάγματος, Τηλ: +30 27520 22657, e-mail: [email protected]
© 2024 Δήμος Ναυπλιέων - Απαγορεύεται η αναδημοσίευση (μερική ή ολική) του περιεχομένου (κείμενα και φωτογραφικό υλικό) της Πύλης, χωρίς πρότερη άδεια του Δήμου Ναυπλιέων.